- ἀγεώργητος
- ἀγεώργητοςuncultivatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγεώργητος — η, ο (Α ἀγεώργητος, ον) ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γεωργῶ. ΠΑΡ. ἀγεωργησία] … Dictionary of Greek
αγεώργητος — η, ο ακαλλιέργητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγεωργήτως — ἀγεώργητος uncultivated adverbial ἀγεώργητος uncultivated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεώργητον — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem acc sg ἀγεώργητος uncultivated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωργήτοις — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωργήτου — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωργήτους — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωργήτων — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωργήτῳ — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεώργητα — ἀγεώργητος uncultivated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)